Η προστασία του περιβάλλοντος στο δίκαιο : σφαιρική αντιμετώπιση, στάθμιση δικαιωμάτων και πολιτικών

%cf%86%cf%89%cf%84%ce%bf-8

Άρθρο της κας. Ελένης Λευθεριώτη*, Δρ. Νομικής και Πάρεδρος Νομικού Συμβουλίου του κράτους

12 Νοεμβρίου 2016

Πρωτίστως θα ήθελα να ευχαριστήσω το Forum Επιχειρηματικότητας και το Σύλλογο Προστασίας Υγείας και Περιβάλλοντος περιοχής Κέντρου Υγείας Χαλανδρίτσας (Κ.Υ.Χ.) που μου έκαναν την τιμή να με καλέσουν σε αυτή την εκδήλωση και να ευχαριστήσω όλους εσάς που σήμερα παρίσταστε εδώ. Το θέμα που θα αναπτύξω είναι πως αντικατοπτρίζεται η σφαιρική αντιμετώπιση της προστασίας του περιβάλλοντος στο Δίκαιο.                                          

           Η σφαιρική αντιμετώπιση της προστασίας του περιβάλλοντος αποδίδεται με τον όρο «αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης» ή της «αειφορίας». Η αρχή αυτή διατυπώθηκε αρχικά από ειδικούς επιστήμονες που εξέφρασαν τις ανησυχίες και τους φόβους τους για τις δυσμενείς συνέπειες που επιφέρουν στο περιβάλλον ανθρώπινες δραστηριότητες άκρατης οικονομικής ανάπτυξης.

Συν τω χρόνω, οι κίνδυνοι για το περιβάλλον άρχισαν να συνειδητοποιούνται ευρύτερα στην κοινωνία και η αντίληψη για «βιώσιμη ανάπτυξη» και «αειφορία» απέκτησε ευρύτερη απήχηση. Ως ανάπτυξη νοείται πλέον όχι η ποσοτική, αλλά η ποιοτική, δηλαδή, η ισόρροπη επιδίωξη των στόχων του ανθρώπου σε αρμονία με το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον, προς εξασφάλιση της ποιότητας ζωής και της δικαιοσύνης έναντι των μελλοντικών γενεών.

Στο διεθνές δίκαιο, η αρχή αυτή εκφράζεται με διεθνείς συνθήκες για την προστασία της βιοποικιλότητας, την προστασία των υδάτων, την προστασία τη στοιβάδος του όζοντος, την κλιματική αλλαγή κλπ. Οι συνθήκες αυτές έχουν υπογραφεί από την Ελλάδα έχουν κυρωθεί νομοθετικά και, σύμφωνα με το άρθρο 28 του Συντάγματος, έχουν αποκτήσει ισχύ υπέρτερη του κοινού νόμου.

Στο ευρωπαϊκό δίκαιο, η αρχή της «βιώσιμης ανάπτυξης» εκφράζεται ήδη από το 1987 με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη. Εν συνεχεία, με τις Συνθήκες του Μάαστριχτ και του Άμστερνταμ και μέχρι σήμερα, στην Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανάγεται η προστασία του περιβάλλοντος σε αυτοτελή πολιτική. Στο πλαίσιο αυτό έχουν εκδοθεί κανονισμοί και οδηγίες για την προστασία της χλωρίδας, της πανίδας, των οικοτόπων, της ατμόσφαιρας, των υδάτων, την ορθολογική διαχείριση των αποβλήτων, την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων έργων ή δραστηριοτήτων, την προαγωγή παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές κλπ. Επιπλέον, η προστασία του περιβάλλοντος αποτελεί οριζόντιο παράγοντα που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στη διαμόρφωση όλων των λοιπών πολιτικών της Ένωσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), η οποία, με τους κανόνες της «ορθής γεωργικής πρακτικής» και με το θεσμό της «πολλαπλής συμμόρφωσης», συνεκτιμά την προστασία του περιβάλλοντος κατά την άσκηση των γεωργικών δραστηριοτήτων για τις οποίες καταβάλλεται ευρωπαϊκή ενίσχυση. Άλλα σημαντικά επίσης παραδείγματα αποτελούν τα συγχρηματοδοτούμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση αναπτυξιακά προγράμματα που σκοπό έχουν μία ισόρροπη ανάπτυξη σε αρμονία με την προστασία περιβάλλοντος και της ποιότητας ζωής.

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης παγίως δέχεται ότι η προστασία του περιβάλλοντος αποτελεί έναν από τους ουσιώδεις στόχους της Ένωσης και συνιστά επιτακτική ανάγκη. Ειδικότερα, εφαρμόζοντας την επί μέρους ενωσιακή νομοθεσία, έχει κρίνει, π.χ. ότι, κατά την εκτίμηση των επιπτώσεων ενός έργου, τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα προστασίας των φυσικών οικοτόπων. Επίσης, κατά την κατασκευή υδροηλεκτρικού σταθμού, τα κράτη μέλη έχουν υποχρέωση αποτροπής της υποβάθμισης των υδάτινων συστημάτων.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου θεωρεί το περιβάλλον στοιχείο της προσωπικής και οικογενειακής ζωής, η οποία πλήττεται π.χ. από εκπομπές ρυπογόνων εγκαταστάσεων. Κατά το Δικαστήριο, απαιτούνται κατάλληλες έρευνες και μελέτες ώστε να μπορεί να τηρηθεί μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ της προστασίας του περιβάλλοντος και της οικονομικής πολιτικής.

Στο εθνικό δίκαιο, η αρχή της «βιώσιμης ανάπτυξης» ή της «αειφορίας» εισήχθη κατά την δεκαετία του 1990, με την πρωτοπόρο νομολογία του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Το Δικαστήριο, ερμήνευσε δυναμικά την προοδευτική διάταξη του άρθρου 24 του Συντάγματος, που ήδη από το 1975 καθιέρωνε την προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος ως υποχρέωση του Κράτους, το οποίο όφειλε να λαμβάνει για το σκοπό αυτό ιδιαίτερα προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα. Με τη νομολογία αυτή, καταδείχθηκε η σημασία της έννοιας του σχεδιασμού, ως θεμελιώδους στοιχείου της περιβαλλοντικής πολιτικής. Ενστερνιζόμενο τη νομολογία του ΣτΕ το Σύνταγμα, μετά την αναθεώρηση του 2001, καθιέρωσε, στο ανωτέρω άρθρο, την «αρχή της αειφορίας» και όρισε ότι η προστασία του περιβάλλοντος αποτελεί δικαίωμα του καθενός.

Η κυρίαρχη αντίληψη στο δίκαιο είναι πλέον, ότι η προστασία του περιβάλλοντος δεν αποτελεί τροχοπέδη στην οικονομία και αιτία οικονομικών θυσιών, αλλά παρέχει σημαντικά οικονομικά αντισταθμίσματα, όπως είναι π.χ. η ενίσχυση του τουρισμού, η προαγωγή της επιστήμης, με τη δημιουργία προκλήσεων για προηγμένη τεχνολογία ολοένα και πιο συμβατή με το περιβάλλον, ή η αύξηση της αξίας της περιουσίας λόγω της αναβάθμισης του περιβάλλοντος. Το σπουδαιότερο, ίσως, αντιστάθμισμα που προσφέρει είναι η ποιότητα ζωής και η προστασία της υγείας του ανθρώπου, αντιστάθμισμα το οποίο, σημειωτέον, λειτουργεί υπέρ των οικονομικά ασθενέστερων.

Η σύνθεση όλων αυτών των παραγόντων γίνεται και στις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας που έχουν κρίνει κατά πόσον νόμοι και πράξεις των διοικητικών οργάνων του Κράτους βρίσκονται ή όχι σε συμφωνία με την συνταγματική επιταγή προστασίας του περιβάλλοντος. Ενδεικτικά, θα μπορούσε να αναφερθεί κανείς σε υποθέσεις, στις οποίες φαίνεται να «συγκρούεται» η εθνική οικονομία και η δημιουργία θέσεων εργασίας με την προστασία του περιβάλλοντος, όπως υποθέσεις εγκατάστασης μεταλλείων, ορυχείων, λατομείων, αιολικών σταθμών ή έργων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Άλλη κατηγορία υποθέσεων είναι αυτές που αφορούν χωροθέτηση χώρων διαχείρισης των απορριμμάτων ή μονάδων επεξεργασίας αποβλήτων, στις οποίες το δημόσιο συμφέρον επιβάλλει ταυτοχρόνως προστασία  του περιβάλλοντος, της υγείας και της ποιότητας ζωής. Εξίσου σημαντικές είναι και οι υποθέσεις προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος, μέσω της προστασίας των αρχαιοτήτων ή των διατηρητέων κτιρίων με μέριμνα να μην θίγεται υπέρμετρα το δικαίωμα της ιδιοκτησίας.

Σε όλες τις σχετικές αποφάσεις καθίσταται σαφές ότι ο δικαστής δεν χαράσσει πολιτική, δε νομοθετεί, ούτε υποκαθιστά την κρίση της Διοίκησης, αλλά ο ρόλος του περιορίζεται στο να εξετάζει την πληρότητα της αιτιολογίας των πράξεων που προσβάλλονται ενώπιόν του, με βάση τα στοιχεία που κατατίθενται από τους διαδίκους και κυρίως τα πορίσματα των επιστημονικών μελετών που αυτοί επικαλούνται.

Επίσης, από τις αποφάσεις αυτές, συνάγεται το συμπέρασμα ότι, και στο δίκαιο, η προστασία του περιβάλλοντος δε νοείται ανταγωνιστικά προς άλλα δικαιώματα και πολιτικές, αλλά, με βάση την αρχή της «βιώσιμης ανάπτυξης» γίνεται στάθμιση μεταξύ όλων αυτών των παραγόντων με σκοπό την καλύτερη εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος. Πρόκειται για ένα δύσκολο εγχείρημα, που καταδεικνύει ότι η προστασία του περιβάλλοντος, στη σφαιρική της διάσταση, αποτελεί μία συνεχή προσπάθεια που, για να επιτύχει, δεν μπορεί να βασίζεται στην μονομέρεια και την ακρότητα, αλλά στη σύνθεση, τη συνοχή και την αλληλεγγύη.

Στην προσπάθεια αυτή, κινητήριο δύναμη αποτελούν η πίστη σε ένα καλύτερο μέλλον και η φαντασία. Αυτές είναι οι βάσεις που ωθούν την επιστήμη σε αναζητήσεις τεχνολογιών και λύσεων όλο και πιο φιλικών προς το περιβάλλον, την ποιότητα ζωής και την υγεία του ανθρώπου. Αυτές, επίσης, προάγουν μέσα στην κοινωνία, την ανάπτυξη του εθελοντισμού, ο οποίος εξ ορισμού προτάσσει την ικανοποίηση κοινωνικών αναγκών έναντι ατομικών συμφερόντων και συχνά καλύπτει τις αδυναμίες της κρατικής μέριμνας. Ο εθελοντισμός είναι το μέσον υπερβάσεως των αντιθέσεων που οδηγεί στην αποτελεσματικότητα των λύσεων και πιστεύω στον τομέα αυτό είναι αξιοσημείωτη η δράση του Forum Επιχειρηματικότητας και του Συλλόγου Προστασίας Υγείας και Περιβάλλοντος περιοχής Κέντρου Υγείας Χαλανδρίτσας. Επιτελούν δηλαδή αυτόν τον τομέα προστασίας του περιβάλλοντος με αυτό το συλλεκτικό τρόπο μέσα στην κοινωνία.

Συμπερασματικά, θα μπορούσε κανείς να πει ότι, αυτό που εκφράζεται μέσα από το δίκαιο και γίνεται συνείδηση όλο και περισσότερο και μέσα στην κοινωνία είναι ότι η προστασία του περιβάλλοντος αποφέρει πολλαπλά οφέλη σε πολλούς τομείς της ζωής και ότι, για να επιτυγχάνεται αποτελεσματικά, απαιτεί σφαιρική αντιμετώπιση των πραγμάτων, συνθετική σκέψη και κοινωνική συνοχή.

 

* Από την εισήγησή της στο 19ο Forum Ανάπτυξης, προσκεκλημένη από τον Σύλλογο Προστασίας Υγείας και Περιβάλλοντος περιοχής Κ.Υ.Χ.