Επιχειρηματικότητα και αδυναμίες του εκπαιδευτικού συστήματος

%cf%86%cf%89%cf%84%ce%bf-7

Άρθρο του κου. Γιάννη Χαριτάντη[1]

12 Νοεμβρίου 2016

 

Πριν ξεκινήσω την εισήγησή μου θα πω δύο λόγια για το μέσο όρο που τόσο σήμερα χρησιμοποιούμε. Κάποτε πήγαν δύο άτομα στο εστιατόριο για να φάνε παρήγγειλαν ένα κοτόπουλο και το έφαγε ο ένας. Κατά μέσο όρο έφαγαν από μισό!!!

Βιώνουμε μία μεγάλη οικονομική κατάσταση στη χώρα μας για πολλά χρόνια και αυτό είναι πάρα πολύ άσχημο. Έχει θίξει το πορτοφόλι μας, τα νοικοκυριά μας, τις μικρές και μικρομεσαίες κυρίως επιχειρήσεις, αλλά το κυριότερο απ’ όλα, ο μεγαλύτερος κίνδυνος αυτής της κρίσης είναι ότι διακυβεύεται η εθνική κυριαρχία της χώρας μας. Αυτό μπορεί να το αντιληφθεί κανείς αν διαπιστώσει τον τρόπο που μας συμπεριφέρονται και μας αντιμετωπίζουν οι δανειστές μας, κάθε φορά που έρχονται στην Ελλάδα. Επομένως είναι σοβαρός ο κίνδυνος.

Στην προσπάθεια ανόρθωσης της χώρας μπορεί ο καθένας να προσφέρει. Εάν λοιπόν ο καθένας μπορεί να προσφέρει, φαντάζεστε τι μπορούν να προσφέρουν τα πανεπιστήμιά μας και αυτός είναι ο λόγος της σημερινής μου ομιλίας, καθότι έχω αναλώσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου μέσα στα πανεπιστήμια.

Τα πανεπιστήμια αν κατορθώσουν να ξεπεράσουν την αδράνειά, τους τότε μπορούν να συνεισφέρουν σημαντικά. Η αδράνεια και οι αγκυλώσεις μέσα στα πανεπιστήμια δεν επιτρέπουν τη συνεισφορά τους στην ανάπτυξη της χώρας, αυτό θα είναι και το θέμα της ομιλίας μου.

Θα ήθελα να ευχαριστήσω το προεδρείο για τη δυνατότητα που μου παρέχει να απευθυνθώ σήμερα σε εσάς.

 

Η επιχειρηματικότητα, που είναι η ανάληψη ιδιωτικών πρωτοβουλιών για την οικονομική ανάπτυξη ενός τόπου, αποτελεί το ερέθισμα για κάθε δημιουργική δραστηριότητα. Tο κράτος συμβάλλει σημαντικά στην ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, μέσω της εθνικής στρατηγικής του, δηλαδή, θέτοντας το θεσμικό πλαίσιο κανόνων. Αυτό το πλαίσιο περιλαμβάνει, τον αναπτυξιακό νόμο, το φορολογικό σύστημα, τη διοικητική οργάνωση, το δίκαιο, τον έλεγχο κ.α. Η παρέμβαση του κράτους οριοθετεί και τους ρόλους μεταξύ του ιδιωτικού τομέα και του κράτους και, επομένως, σηματοδοτεί την ακολουθουμένη επιχειρηματική πολιτική.

Κάποιοι ισχυρίζονται ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει εθνική στρατηγική για την επιχειρηματικότητα. Εγώ θα έλεγα πως στην Ελλάδα δεν υπάρχει σταθερή στρατηγική για την επιχειρηματικότητα. Η εκάστοτε κυβέρνηση αλλάζει τους κανόνες του “παιχνιδιού“, δημιουργώντας ένα μη προβλέψιμο αβέβαιο περιβάλλον. Αλλά, ακόμα κι αν η παρέμβαση του κράτους ήταν αυτή που θα έπρεπε να είναι, χρειάζεται και η τεχνογνωσία του “επιχειρείν“. Αυτό θεωρείται από πολλούς αυτονόητο, αλλά φαίνεται πως πάσχουμε στα αυτονόητα. Σε μια χώρα, που δεν γνώρισε ποτέ τη βιομηχανική επανάσταση, η τεχνογνωσία του “επιχειρείν“ δεν αποκτάται εύκολα. Αυτά όμως είναι αντικείμενα των οικονομολόγων για να σας τα αναπτύξουν με λεπτομέρεια.

 

Από αυτήν την αρχική οριοθέτηση της επιχειρηματικότητας, δηλαδή, την οριοθέτηση ρόλων μεταξύ του ιδιωτικού και του κρατικού τομέα, γίνεται σαφές ότι, η πολιτική αντίληψη των πραγμάτων περί επιχειρηματικότητας είναι καθοριστική για τον τρόπο που προωθείται ή εμποδίζεται η επιχειρηματικότητα. Έτσι, λόγω της διαφορετικής πολιτικής αντίληψης που ακολουθείται σε κάθε χώρα, δεν υπάρχουν καθολικά αποδεκτοί κανόνες και μηχανισμοί για το πώς ενισχύεται η επιχειρηματικότητα.

Ωστόσο, υπάρχει ένα σημείο στο οποίο όλοι συμφωνούν. Υπάρχει απόλυτη πεποίθηση ότι η αξιοποίηση καινούργιας γνώσης, που παράγεται από την επιστημονική έρευνα, και η διάχυση αυτής της γνώσης στην παραγωγή, αποτελεί πρωτεύοντα παράγοντα για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας. Οι καινοτόμες λύσεις, που βασίζονται στην επιστημονική  έρευνα, αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία εδράζεται η επιχειρηματικότητα. Καινοτόμα προϊόντα, είτε σε υλικό, είτε σε ιδέες αυξάνουν την ανταγωνιστικότητα ενός τόπου και αποτελούν τον κύριο αναπτυξιακό παράγοντα όλων των αναπτυγμένων χωρών. Οι εταιρείες, παγκοσμίως, επενδύουν σημαντικά στην απόκτηση καινοτόμων προϊόντων, που θα τις καταστήσουν ανταγωνιστικές σε μια παγκόσμια αγορά, γι’ αυτό, όλο και πιο πολύ, αναζητούν συνεργασίες με πανεπιστήμια και ερευνητικά Ινστιτούτα που τα θεωρούν ως δυνητικές πηγές πληροφόρησης.

Γενικώς, μπορούμε να πούμε ότι, η ανάπτυξη των αναπτυγμένων χωρών είναι βασισμένη στη γνώση, (knowledge-based).

Μιλάμε, λοιπόν, για την ανάγκη ύπαρξης καινούργιας γνώσης, δηλαδή, έρευνας. Καινούργια γνώση, όμως, απαιτεί τη συμβολή των Πανεπιστημίων και των ερευνητικών Ινστιτούτων, και αυτή η συμβολή έχει ιδιαίτερη σημασία για τη χώρα μας, όπου η έρευνα στο ιδιωτικό τομέα είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Στο βαθμό που γνωρίζω, θα επικεντρωθώ στα πανεπιστήμια, διότι για τα Ινστιτούτα δεν είμαι επαρκώς ενημερωμένος.

Ας δούμε το θέμα ιστορικά.

Πρωτοπόρο στην αξιοποίηση της πανεπιστημιακής έρευνας υπήρξε το Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης, (ΜΙΤ), το οποίο, ακριβώς μετά το Β` παγκόσμιο πόλεμο, προχώρησε με επιτυχία στην ίδρυση δικών του γραφείων διασύνδεσης με την παραγωγή και διαχείρισης της πνευματικής του περιουσίας. Έθεσε, δηλαδή, την ιδέα του “επιχειρηματικού“ πανεπιστημίου, (Entrepreneurial University). Χρόνια μετά, το 1980, το αμερικανικό κράτος προχώρησε στη δημιουργία του νομικού πλαισίου, (the Bayh-Dole Act), προς την κατεύθυνση που χάραξε το ΜΙΤ. Λόγω ακριβώς αυτού το θεσμικού πλαισίου, αμέσως μετά το 1980,  γύρω από το ΜΙΤ, ξεπήδησαν εκατοντάδες καινοτόμες νέες επιχειρήσεις, (spin-offs ή τεχνοβλαστοί). Το παράδειγμα του ΜΙΤ ακολούθησαν και άλλα πανεπιστήμια, με πιο χαρακτηριστικό το πανεπιστήμιο του Stanford. Η περίφημη κοιλάδα του πυριτίου, γνωστή στον κόσμο ως Silicon Valley, αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα δημιουργίας περιβάλλοντος νεοφυών καινοτόμων επιχειρήσεων γύρω από πανεπιστήμια.

Σήμερα, στις αναπτυγμένες χώρες, τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά ινστιτούτα διαθέτουν γραφεία διαχείρισης της πνευματικής τους περιουσίας, που φροντίζουν για τις  πατέντες τους και την αξιοποίηση των προϊόντων τους. Αυτά τα γραφεία διευκολύνουν και τη διάχυση της καινούργιας γνώσης προς την παραγωγή καθώς και τη διασύνδεση των πανεπιστημίων με την παραγωγή.

Ταυτόχρονα, γύρω από τα πανεπιστήμια δημιουργούνται επιστημονικά πάρκα (Science parks), Ερευνητικά Ινστιτούτα, Πυρήνες υψηλής τεχνολογίας (High Technology Clusters), και άλλοι αντίστοιχοι οργανισμοί. Οι δραστηριότητες αυτές επενεργούν ως εφαλτήρια για την ανάπτυξη της οικονομίας σε τοπικό ή διεθνές επίπεδο και συμβάλλουν σημαντικά στην επιχειρηματικότητα.

 

Μ’ αυτήν την διάσταση των πραγμάτων, ο ρόλος των πανεπιστημίων διευρύνεται και γίνεται ουσιαστικότερος, διότι τα πανεπιστήμια εμπλέκονται πλέον άμεσα στο αναπτυξιακό γίγνεσθαι των χωρών τους.

Με απλά λόγια, στις αναπτυγμένες χώρες, τα πανεπιστήμια, αξιοποιούν την πνευματική τους περιουσία, επεκτείνοντας το ρόλο τους στον επιχειρηματικό τομέα, χωρίς, όμως, αυτά να δημιουργούν άμεσα επιχειρήσεις ή να λειτουργούν τα ίδια ως επιχειρήσεις.

Για να επικεντρωθούμε όμως στα καθ’ ημάς, σε ότι αφορά τα ελληνικά πανεπιστήμια, τα ερωτήματα που τίθενται είναι:

  • Παράγουν καινούργια γνώση τα πανεπιστήμιά μας;

Η απάντηση είναι, Ναι.

Τα πανεπιστήμια μας παράγουν καινούργια γνώση και μάλιστα, κατά περίπτωση, όπως π.χ. στον τεχνολογικό τομέα, η γνώση είναι υψηλού επιπέδου.

  • Διαχέουν τη γνώση αυτή στην παραγωγή;

Η απάντηση είναι, ελάχιστα ή καθόλου, παρά την ύπαρξη, επί σειράς ετών, πολλών ευρωπαϊκών προγραμμάτων για τη διασύνδεση των πανεπιστημίων με την παραγωγή.

  • Αξιοποιούν τα πανεπιστήμια μας την πνευματική τους περιουσία;

Η απάντηση είναι, ελάχιστα ή καθόλου.

Συνειρμικά, λοιπόν, εξάγεται το συμπέρασμα ότι, τα ελληνικά πανεπιστήμια δεν συμβάλλουν στην ενίσχυση της τοπικής επιχειρηματικότητας στο βαθμό που μπορούν.

Τώρα πρέπει να απαντήσουμε πού οφείλεται αυτή η αδυναμία των ελληνικών πανεπιστημίων.

Η έννοια του “επιχειρηματικού“ πανεπιστημίου δημιουργεί σκεπτικισμό στον ακαδημαϊκό κόσμο, διότι οι πανεπιστημιακοί αντιλαμβάνονται ότι κάτι τέτοιο οδηγεί σε αναμόρφωση του ρόλου και των στόχων των πανεπιστημίων, τα οποία, λόγω αδράνειας ή έλλειψης διοικητικής τεχνογνωσίας ή ακόμα και ιδεολογικής θεώρησης των πραγμάτων, προτιμούν να παραμένουν στην παραδοσιακή τους αποστολή, δηλαδή, στην εκπαίδευση και στην έρευνα. Δυστυχώς, όμως, ακόμα και στους παραδοσιακούς αυτούς τομείς δεν αριστεύουν, διότι υπάρχει μεγάλη δυσκολία να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο, αφού τα οικονομικά για την έρευνα είναι ασήμαντα.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά, όσο ο χρόνος μας επιτρέπει.

Σε ό,τι αφορά την εκπαίδευση:

  • Ο σχεδιασμός της εκπαίδευσης δεν ακολουθεί κάποιο κεντρικό σχεδιασμό που να στηρίζεται σε τεκμηριωμένη μελέτη. Οι απόψεις των πανεπιστημίων δεν εισακούγονται, λόγω πολιτικών σκοπιμοτήτων και παρεμβάσεων.
  • Τα πανεπιστημιακά τμήματα είναι παγιωμένα και δεν υπάρχει καμία δυνατότητα μετασχηματισμού τους.
  • Τα προγράμματα σπουδών σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο καταρτίζονται λαμβάνοντας υπ’ όψιν μόνον τις δυνατότητες του υπάρχοντος προσωπικού και όχι τις εξελίξεις.
  • Δεν υπάρχει η δυνατότητα δημιουργίας νέων θέσεων, πέραν από τις θεσμοθετημένες μόνιμες θέσεις.
  • Έτσι, δεν δίνεται η δυνατότητα σε έμπειρα στελέχη της βιομηχανίας να διδάξουν, η δε απαίτηση ύπαρξης διδακτορικού, για το σκοπό αυτό, αποτελεί τροχοπέδη.
  • Δεν υπάρχει η δυνατότητα λειτουργίας αγγλόφωνων τμημάτων και πρόσκλησης ξένων διδασκόντων για εμπλουτισμό των γνώσεων. Δηλαδή, τα πανεπιστήμια μας λειτουργούν σαν κλειστό σύστημα με αυξητική εντροπία.

Ωστόσο, ο σχεδιασμός ακόμα και των βασικών σπουδών έχει μεγάλη επίδραση στην ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και ας μην είναι αυτό άμεσα φανερό. Ο μελετημένος σχεδιασμός σπουδών συμβάλλει στη εύκολη προσαρμογή των νέων πτυχιούχων σε νέες συνθήκες και οδηγεί στη μείωση της νεανικής ανεργίας. Η μεγάλη μετανάστευση των νέων επιστημόνων, που μαστίζει τη χώρα, δεν είναι αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης. Η κρίση απλώς επέτεινε το πρόβλημα. Η μετανάστευση των νέων προϋπήρξε και είχε μεγάλες διαστάσεις από τη δεκαετία του 90 και νωρίτερα, λόγω του κακού σχεδιασμού της εκπαίδευσης.

 

  • Ο αριθμός πτυχίων που δίνονται από ορισμένα τμήματα είναι ακόμα και δεκαπλάσιος από τον αριθμό που δυνητικά μπορεί να απορροφήσει η τοπική απασχόληση. Έτσι, οι απόφοιτοι δεν μπορούν να βρουν δουλειά στο αντικείμενο που σπούδασαν.
  • Ο αριθμός των φοιτητών δεν καθορίζεται από τα πανεπιστήμια, αλλά από τις κυβερνήσεις, χωρίς καμία τεκμηριωμένη μελέτη.
  • Η βασική εκπαίδευση δεν παρακολουθεί τα πραγματικά προβλήματα, ώστε να προσαρμόζεται ανάλογα στις ανάγκες.

Σε ό,τι αφορά την έρευνα:

  • Η έρευνα στα πανεπιστήμια δεν είναι οργανωμένη με κάποιο γενικότερο σχεδιασμό, στόχευση και συντονισμό. Διενεργείται με αξιέπαινη ατομική πρωτοβουλία καθηγητών ή μικρών ερευνητικών ομάδων πάνω σε ερευνητικά προβλήματα που επιλέγουν οι ίδιοι ή έχουν μεταφέρει από τις μακρινές πατρίδες όπου σπουδάσανε. Αν κρίνουμε από το επίπεδο των επιστημονικών δημοσιεύσεων των τελευταίων δεκαετιών, αυτές οι ατομικές ερευνητικές προσπάθειες έχουν αποδώσει σημαντικά αποτελέσματα, χρήσιμα για την αξιολόγηση των πανεπιστημίων, αλλά και των ιδίων των ερευνητών. Ωστόσο, το ενδιαφέρον της τοπικής επιχειρηματικότητας για τα αποτελέσματα μιας τέτοιας καθαρά ακαδημαϊκής έρευνας είναι μικρό. Και ενώ υπάρχει επαρκής τεχνογνωσία, δεν υπάρχει επαρκής αξιοποίηση της τεχνογνωσίας.
  • Τα ελληνικά πανεπιστήμια δεν αξιοποιούν το προϊόν της έρευνάς τους, δηλαδή, την πνευματική τους ιδιοκτησία, στο βαθμό που θα έπρεπε.

Σε ό,τι αφορά τη διοίκηση των πανεπιστημίων:

  • Ο παραδοσιακός τρόπος διοίκησης μέσω των πρυτανικών αρχών δεν είναι επαρκής για την ανάπτυξη “επιχειρησιακού“ πανεπιστημίου.

Σ’ ένα πανεπιστήμιο που αξιοποιεί την πνευματική του περιουσία, ο ρόλος των ακαδημαϊκών, των ερευνητών, του διοικητικού προσωπικού, ακόμα και των φοιτητών πρέπει να προσαρμοστεί στο νέο περιβάλλον, του “επιχειρηματικού“ πανεπιστημίου, κι αυτό, ούτε εύκολο είναι, ούτε και επιθυμητό πάντοτε. Υπάρχουν πολλοί που αντιδρούν, είτε από άγνοια, είτε από πολιτική θεώρηση.

Υπάρχει, όμως, και σκεπτικισμός σε μερίδα των πανεπιστημιακών ότι, η έρευνα στα πανεπιστήμια θα καταλήξει να είναι κατευθυνόμενη από τις επιχειρήσεις και προσανατολισμένη μόνον προς την παραγωγή, αφού τα όρια ανάμεσα στην καθαρά ακαδημαϊκή έρευνα και την εφαρμοσμένη έρευνα δεν είναι ευδιάκριτα. Μάλλον πρόκειται για δημιουργία σκόπιμης σύγχυσης, που προκαλείται από ανασφάλειες, επειδή ορισμένοι δεν θέλουν να μετακινηθούν από τον τρόπο που έμαθαν να δουλεύουν. Δεν πρέπει να παραβλέψουμε και τις πολιτικές αγκυλώσεις που κατατρέχουν τον χώρο των πανεπιστημίων μας, όπου οι έννοιες επιχειρηματικότητα, ανταγωνιστικότητα, παγκόσμια αγορά προκαλούν “αλλεργικό σοκ“ σε μεγάλη μερίδα πανεπιστημιακών, γεγονός που εμποδίζει να συνεννοηθούμε ακόμα και στα αυτονόητα. Ωστόσο, αυτά είναι ζητήματα που μπορούν και οφείλουν να τα χειριστούν τα πανεπιστήμια μέσα από έναν έντιμο διάλογο.

Η οργανωμένη διάχυση των αποτελεσμάτων της πανεπιστημιακής έρευνας προς την παραγωγή και η διασύνδεση των πανεπιστημίων με τις επιχειρήσεις, πέραν του γεγονότος ότι ενισχύει την τοπική επιχειρηματικότητα, έχει και παράπλευρα πλεονεκτήματα.

 

  • Οι επιχειρήσεις εκπαιδεύονται να οργανώσουν και τον δικό τους ερευνητικό τομέα, γεγονός που συντείνει στην καλύτερη επικοινωνία με τα πανεπιστήμια, αφού θα “μιλούν την ίδια γλώσσα“, που λείπει σήμερα.
  • Τα πανεπιστήμια ενισχύουν σημαντικά τα οικονομικά τους για την έρευνα που δεν θα εξαρτάται πλέον από τις ελάχιστες δημόσιες επενδύσεις.
  • Το φάσμα της ακαδημαϊκής έρευνας διευρύνεται και φέρνει πιο κοντά και τους φοιτητές, που έχουν αυξημένη κινητικότητα.
  • Έτσι, η αξιοποίηση της πνευματικής περιουσίας των πανεπιστημίων ευνοεί ιδιαίτερα τη νεανική επιχειρηματικότητα και την εργασία των νέων επιστημόνων, που διαθέτουν “φρέσκια“ γνώση.

Τα πανεπιστήμια μας πρέπει να ξεπεράσουν τις εγγενείς αδυναμίες τους, πρέπει να βγουν μπροστά, πιο μπροστά κι απ’ το κράτος, και να παίξουν το ρόλο που τους αναλογεί για την ανάπτυξη της χώρας μας. Η κρατική συνεισφορά είναι, δυστυχώς, περισσότερο γραφειοκρατική και καθόλου ουσιαστική, είτε από αδιαφορία, είτε από έλλειψη οργάνωσης και γνώσης, είτε γιατί κάποιοι βολεύονται εκεί που είναι. Η κρατική παρουσία είναι, επιεικώς, απογοητευτική και αρκετές φορές αρνητική.

Ελπιδοφόρο είναι ότι, υπάρχει σημαντική οργάνωση και ευνοϊκό περιβάλλον σε ευρωπαϊκό επίπεδο και αυτό πρέπει να αξιοποιηθεί. Πιστεύω πολύ στους Έλληνες επιστήμονες, ιδιαίτερα στους νέους.

 

Βιβλιογραφία:

 

1)     Fagerberg J., at. Al.: “The Oxford Hand book of innovation“, Oxford University Press, 2005.

2)     Scott Shane : “Academic Entrepreneurship-University Spin-offs and Wealth creation“ EE, 2005

3)     Wright M. at. al :“ Academic Entrepreneurship in Europe“ EE, 2007

4)     Fayolle Alain at. Al.: “ Entrepreneurship research in Europe“, EE, 2005

5)     EtzkowitZ A.: “Capitalizing Knowledge: New Intersections of Industry and    Academia“, Webster, P Healey – 1998

6)     http://repository.edulll.gr/edulll/retrieve/3094/900.pdf

7)     Haritantis Ioannis: “Links between industry and academia“, International forum for university presidents`, Abu Dhabi, 2008.

[1] Ο Γιάννης Χαριτάντης είναι ομότιμος καθηγητής Ηλεκτρονικής του Πανεπιστημίου Πατρών. Από την εισήγησή του στο 19ο Forum Ανάπτυξης, προσκεκλημένος από τον Σύλλογο Προστασίας Υγείας και Περιβάλλοντος περιοχής Κ.Υ.Χ.